- υψικελευθος
- ὑψικέλευθοςὑψι-κέλευθος2странствующий в высях
(ψυχή Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ψυχή Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψικέλευθος — on a lofty path masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψικέλευθος — ον, αρσ. και ύψικελεύθης, Α αυτός που βαδίζει στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κέλευθος «οδός, δρόμος» (πρβλ. ἀγχι κέλευθος)] … Dictionary of Greek
ὑψικέλευθον — ὑψικέλευθος on a lofty path masc/fem acc sg ὑψικέλευθος on a lofty path neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψικέλευθα — ὑψικέλευθος on a lofty path neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek